- ξελουρίζω
- και ξελουριάζω1. κόβω τα άκρα τής σόλας τού παπουτσιού που προεξέχουν, ώστε αυτό να προσλάβει το κατάλληλο σχήμα2. κόβω κάτι σε λωρίδες3. αφαιρώ ή χαλαρώνω το λουρί που συνδέει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + λουρί].
Dictionary of Greek. 2013.